- θεσπιῳδῷ
- θεσπιῳδόςsinging in prophetic strainmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσπιωδώ — θεσπιῳδῶ, έω (Α) [θεσπιῳδός] είμαι θεσπιῳδός, χρησμοδοτώ, προφητεύω … Dictionary of Greek
θεσπιῳδῶ — θεσπιῳδέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεσπιῳδέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιώδημα — θεσπιῴδημα, τὸ (Μ) [θεσπιῳδώ] μαντική ρήση, προφητεία … Dictionary of Greek
συνθεσπιωδώ — έω, Μ χρησμοδοτώ, προφητεύω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεσπιῳδῶ «χρησμοδοτώ, προφητεύω»] … Dictionary of Greek